- αξιάκουστος
- -ον (AM ἀξιάκουστος, -ον)αυτός που αξίζει να ακουστεί, να γίνει γνωστός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀξιάκουστος — worth hearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιάκουστον — ἀξιάκουστος worth hearing masc/fem acc sg ἀξιάκουστος worth hearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιακούστων — ἀξιάκουστος worth hearing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιάκουστα — ἀξιάκουστος worth hearing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιάκουστοι — ἀξιάκουστος worth hearing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… … Dictionary of Greek
αξιακρόατος — ἀξιακρόατος, ον (Α) ο αξιάκουστος* … Dictionary of Greek
ԱՐԺԱՆԱԼՈՒՐ — ( ) NBH 1 0355 Chronological Sequence: Unknown date ա. ἁξιάκουστος auditu dignus Արժանի լրոյ՝ այսինքն լսելոյ, եւ անսալոյ. մտիկ ընելու. *Արժանալուր ճառ. Վրք. հց. ՟Ժ՟Ե: *Թիւրեալ ʼի յանդէպսն զայսքան զուղիղ եւ զարժանալուր պատուիրանս եկեղեցւոյ. Պրպմ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)